- χιλωτήρ
- χῑλωτήρ, ῆρος, ὁ,A nose-bag for cattle or horses, UPZ76.3 (ii B. C.), PLond.2.402.24 (ii B. C.), Poll.1.185, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιλωτήρ — nose bag for cattle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλωτῆρα — χιλωτήρ nose bag for cattle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλωτήρας — ο / χιλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ σάκος με την τροφή τών υποζυγίων, ο οποίος κρεμιέται από τον λαιμό τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλῶ + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek